αρχιμουσικός, ο — αρχιμουσικός, ο, η ο προϊστάμενος των μουσικών, διευθυντής ορχήστρας, μαέστρος: Υπηρετούσε ως αρχιμουσικός στη στρατιωτική διοίκηση της πρωτεύουσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… … Dictionary of Greek
Λαυράγκας, Διονύσιος — (Αργοστόλι Κεφαλονιάς 1864 – 1941). Συνθέτης, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί, πιάνο και θεωρία μουσικής στη γενέτειρά του. Για μερικά χρόνια εργάστηκε ως βιολονίστας στις ορχήστρες των μελοδραματικών θιάσων… … Dictionary of Greek
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — (ΚΟΑ). Μουσικό σύνολο που εμφανίστηκε στην Αθήνα το 1893. Η αρχική ονομασία της ΚΟΑ ήταν Μαθητική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών και είχε ιδρυθεί από τον τότε διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γ.Ν. Ζάζο. Το 1911 η ορχήστρα μετονομάστηκε σε Συμφωνική… … Dictionary of Greek
Λάσο, Ορλάντο ντι- ή Λάσους, Ορλάντους — (Orlando di Lassο, Μονς 1532 – Μόναχο 1594). Βέλγος συνθέτης. Σε πολύ νεαρή ηλικία επέδειξε συνθετικές ικανότητες, ενώ ήταν και αξιόλογος ψάλτης στη γενέτειρά του. Σε ηλικία δώδεκα ετών τέθηκε υπό την προστασία του Φεράντε Γκοντσάγκα, αντιβασιλιά … Dictionary of Greek
Λυκούδης, Γεώργιος — (Πάτρα 1895 – Αθήνα 1955). Βιολονίστας, αρχιμουσικός και μουσικοκριτικός. Σπούδασε βιολί στην Αθήνα και στο ωδείο των Βρυξελλών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής στο Ωδείο Αθηνών και δημιούργησε ένα από τα πρώτα ελληνικά… … Dictionary of Greek
Μπερνστάιν, Λέοναρντ — (Leonard Bernstein, Λόρενς, Μασαχουσέτη 1918 – 1990). Αμερικανός αρχιμουσικός και συνθέτης. Εξέχουσα προσωπικότητα της σύγχρονης μουσικής των ΗΠΑ, ο Μ. υπήρξε συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Αφού σπούδασε μουσική στη Φιλαδέλφεια και … Dictionary of Greek
Μπουστίντουι, Ιωσήφ — (Josef Bustidui, Σαν Σεμπαστιάν 1882 – Αθήνα 1960). Ισπανός βιολονίστας και αρχιμουσικός. Σπούδασε στο ωδείο της γενέτειράς του και στις Βρυξέλλες, με τον διάσημο τότε βιολονίστα Σεζάρ Τόμσον. Μεταξύ 1901 1905 εμφανίστηκε με επιτυχία στο Βέλγιο,… … Dictionary of Greek
Νικολάι, Ότο — (Karl Otto Ehrenfried Nicolai, Κένιξμπεργκ 1810 – Βερολίνο 1849). Γερμανός συνθέτης. Αφού εργάστηκε ως οργανίστας στην πρωσική πρεσβεία της Ρώμης, πήγε στη Βιέννη όπου διορίστηκε διευθυντής ορχήστρας και τραγουδιού στο Karntnertortheater και,… … Dictionary of Greek
Πόρπορα, Νικόλα Αντόνιο — (Porpora, Νάπολη 1686 – 1768), Ιταλός συνθέτης. Μερικά αμφισβητούμενα στοιχεία που αφορούν την ιδιωτική και καλλιτεχνική του ζωή δεν ελαττώνουν την αξιόλογη επίδραση που είχε η τέχνη του Π. στην ευρωπαϊκή μουσική παράδοση. Όταν τελείωσε τις… … Dictionary of Greek